τζόγια

τζόγια
η :

τζόγια μου! — золотце моё!, радость моя!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τζόγια" в других словарях:

  • τζόγια — η, ΝΜ στεφάνι από πλεγμένα άνθη, από όπου κρεμούσαν γύρω γύρω χρυσά νομίσματα, και τό προσέφεραν ως γαμήλιο δώρο στη νύφη κατά τους βυζαντινούς χρόνους και, κατά την εποχή μας, στην Κρήτη νεοελλ. 1. χάρμα οφθαλμών («σωστή τζόγια είσαι με αυτό το… …   Dictionary of Greek

  • τζογιά — η, Ν [τζόγος] γύρος στο χαρτοπαίγνιο …   Dictionary of Greek

  • Αλταμούρα — Πόλη (57.874 κάτ.) της επαρχίας Μπάρι της Ιταλίας. Βρίσκεται κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει τη Σπινάτσολα με την Τζόγια ντελ Κόε και τη Ματέρα με το Μπάρι. Στο κέντρο της πόλης δεσπόζει o καθεδρικός ναός που ιδρύθηκε από τον Φρειδερίκο …   Dictionary of Greek

  • Γουζέλης, Δημήτριος — (Ζάκυνθος 1774 – Τζόγια Πύργου Ηλείας 1843).Ποιητής και πατριώτης. Έμαθε αρχαία ελληνικά και λατινικά από τον σοφό και ενθουσιώδη φιλελεύθερο θείο του Αντώνιο Μαρτελάο και ιταλικά και γαλλικά από καθολικούς ιερείς. Όταν καταλύθηκε η ενετική… …   Dictionary of Greek

  • Κοντιγιάκ, Ετιέν Μπονό ντε- — (Étienne Bonnot de Condillac, Γκρενόμπλ 1715 – Μποζανσί 1780). Γάλλος φιλόσοφος. Ήταν επικεφαλής της σχολής των λεγόμενων ιδεολόγων. Η θεωρία του, που είναι γνωστή ως αισθησιοκρατία, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους στοχαστές και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»